ελέα

ελέα
Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας, χτισμένη τον 5o αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από το έλος που υπήρχε κοντά της. Στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της φαίνεται ότι αποτελούσε το πολιτικό κέντρο του Κοινού των Θεσπρωτών. Ακολουθώντας στη συνέχεια την τύχη της υπόλοιπης Θεσπρωτίας, καταστράφηκε ολοκληρωτικά –ίσως από τους Ρωμαίους– το 168 π.Χ. Η θέση της ορίζεται στα ερείπια που βρίσκονται στην πλαγιά του Κορίλα, στα Α του χωριού Βέλιανη και σε μικρή απόσταση από το νεότερο χωριό που μετονομάστηκε Χαραυγή, ενώ η παλαιά ονομασία του ήταν επιβίωση του αρχαίου. Στην κορυφή του υψώματος υπήρχε μεγάλο τείχος, το οποίο διακοπτόταν στα σημεία όπου η φυσική οχυρότητα του τόπου το έκανε περιττό. Μέσα στον οχυρωμένο χώρο σώζονται πολλά ερείπια. Μία κεντρική αρτηρία διασχίζει τον οικισμό, ενώ και από τις δύο πλευρές της υπήρχαν κάποτε οικοδομικά τετράγωνα. Στα Ν της αρτηρίας βρίσκεται ευρύχωρη τετράγωνη πλατεία με δύο στοές, κοντά στην οποία σώζονται ερείπια θεάτρου, όπου πρέπει να ήταν η πολιτική αγορά. Λείψανα κτιρίων υπάρχουν επίσης και έξω από το τείχος. 2. Πόλη της Ιταλίας, στην περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας (Λουκανία), κοντά στις εκβολές του ποταμού Αλέντο. Είχε ιδρυθεί από πρόσφυγες του Ρηγίου, μετά την ήττα που γνώρισαν οι Φωκαείς στην Αλαλία το 535 π.Χ. Η Ε. ήταν πατρίδα των φιλοσόφων Παρμενίδη και Ζήνωνα και έδρα της περίφημης Ελεατικής σχολής. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη μετονομάστηκε σε Βέλια και σήμερα ονομάζεται Καστελαμάρε Μπρούκα. Βλ. λ. Ελεατική σχολή.
* * *
ἐλέα και ἔλεια, η (Α)
πουλί που ζει στα καλάμια τών ελών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐλέα — ἐλέᾱ , ἔλεος pity neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἐλέᾱ , ἐλέα reed warbler fem nom/voc/acc dual ἐλέᾱ , ἐλέα reed warbler fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλέᾱ , ἐλεάω pres imperat act 2nd sg ἐλέᾱ , ἐλεάω imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέα — Ἐλέᾱ , Ἔλεος fem nom/voc/acc dual Ἐλέᾱ , Ἔλεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέᾳ — ἐλέᾱͅ , ἐλέα reed warbler fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέᾳ — Ἐλέᾱͅ , Ἔλεος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεᾷ — ἐλεάω pres subj mp 2nd sg ἐλεάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλεάω pres subj act 3rd sg ἐλεάω pres ind act 3rd sg (epic) ἐλεᾶς bird masc dat sg (doric) ἐλεᾷ̱ , ἐλεᾶς bird masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεά — ἐλεός kitchen table neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕλεα — Ἕλος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλεα — ἕλος marsh meadow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέαν — ἐλέᾱν , ἐλέα reed warbler fem acc sg (attic doric aeolic) ἐλέᾱν , ἐλεάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐλέᾱν , ἐλεάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐλέᾱν , ἐλεάω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἐλέᾱν , ἐλεάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέας — ἐλέᾱς , ἐλέα reed warbler fem acc pl ἐλέᾱς , ἐλέα reed warbler fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλέᾱς , ἐλεάω pres ind act 2nd sg (attic) ἐλέᾱς , ἐλεάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”